- πουρνό
- το1. πρωί, αυγή.2. επίρρ., πολύ πρωί: Πουρνό πουρνό θα ξεκινήσουμε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πούρνο — πούρνο, το και προύνο, το καρπός της πουρνιάς, της πουρνελιάς, αλλ. τσάπουρνο, το: Τα πούρνα τρώγονται μόνο όταν ωριμάσουν καλά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πουρνό — το, Ν 1. πρωί, πρωινό 2. φρ. «πουρνό πουρνό» (με επιρρμ. σημ.) πολύ νωρίς το πρωί. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πουρνό έχει προέλθει από το ουδ. τού επιθ. πρωινός με τις εξής μεταβολές: πρωινόν > *πρωνόν (με αποβολή τού ι , πρβλ. περιπατώ: περπατώ) >… … Dictionary of Greek
πούρνο — το, Ν βλ. προύνο … Dictionary of Greek
γλυκόμηλο — (AM γλυκύμηλον, Α και γλυκύμαλον, αιολ. και δωρ. τ., Μ και γλυκόμηλον) ο καρπός τής γλυκομηλιάς (α. «έκαμν άνθη το πουρνό και γλυκόμηλα το βράδυ», Γ. Βιζυηνός β. «οἷον τὸ γλυκύμαλον ἐρεύθεται ἄκρῳ ἐπ ὄσδῳ» κοκκινίζει σαν το γλυκόμηλο στην άκρη… … Dictionary of Greek
προύμνο — το / προῡμνον, ΝΜΑ, και πούρνο Ν, και προύνο ΝΑ το δαμάσκηνο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. προύμνη] … Dictionary of Greek
prun — PRUN, pruni, s.m. Pom din familia rozaceelor, cu flori albe verzui, cultivat pentru fructele sale comestibile (Prunus domestica). – lat. prunus. Trimis de oprocopiuc, 24.04.2004. Sursa: DEX 98 PRUN s. (bot.; Prunus domestica) (Mold. şi Bucov.)… … Dicționar Român
ταχινός — ή, ό 1. αυγινός, πρωινός. 2. το θηλ. ταχινή, η ως ουσ., α. πρωινό, πουρνό. β. πρωινή δροσιά, πάχνη. 3. το αρσ., Ταχινός, ο ως κύρ. όν., ο πλανήτης Αφροδίτη, ο Αυγερινός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)